- επιχρονίζω
- ἐπιχρονίζω (Α)διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.)2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος3. παθ. ἐπιχρονίζομαιφρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» — αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.